- συναναχρώννυμι
- ΜΑ, και συναναχρώζω Μ1. μεταδίδω σε κάτι το δικό μου χρώμα ή τη δική μου οσμή («ὁ πέριξ ἀὴρ συναναχρωζόμενος ταῑς ἀπὸ τῶν φυτῶν ἀναφοραῑς», Γεωπ.)2. παθ. συναναχρώννυμαια) (για πρόσ.) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαιβ) (για πράγματα) συνενώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναχρώννυμι «χρωματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.